- ανειλείθυια
- ἀνειλείθυια, η (Α)[ειλείθυια](επίθ. της Αθηνάς) α) η γεννημένη χωρίς τη βοήθεια της θεάς του τοκετού Ειλειθυίαςβ) κόρη, παρθένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνειλείθυια — without the aid of Eileithyia fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνειλείθυιαν — ἀνειλείθυια without the aid of Eileithyia fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)